πρωτοφάνερος

πρωτοφάνερος
η , ο , πρωτοφάνης, ης, ες беспрецедентный, небывалый, невиданный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "πρωτοφάνερος" в других словарях:

  • πρωτοφάνερος — η, ο, Ν πρωτοφανέρωτος …   Dictionary of Greek

  • πρωτοφάνερος — η, ο βλ. πρωτοφανής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρωτοφανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, και πρωτοφάνερος, η, ο αυτός που για πρώτη φορά έγινε ή παρουσιάστηκε, φάνηκε, αλλ. πρωτόφαντος, καταπληκτικός: Πρωτοφανής τόλμη. – Πρωτοφανής αναίδεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»